κατατετρημένας

κατατετρημένας
κατατετρημένᾱς , κατά-τετραίνω
a A
perf part mp fem acc pl
κατατετρημένᾱς , κατά-τετραίνω
a A
perf part mp fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”